- παρεξισῶ
- παρεξισόωplace beside as equalpres subj act 1st sgπαρεξισόωplace beside as equalpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρεξισώ — όω, ΜΑ [εξισώ] 1. βάζω κάτι κοντά σε κάτι άλλο ως ίσο, κατατάσσω στην ίδια τάξη 2. αντιπαραβάλλω … Dictionary of Greek